- παραξηραίνεται
- παρά-ξηραίνω—parchpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραξηραίνω — Μ 1. κάνω κάτι να ξηρανθεί 2. (το παθ.) παραξηραίνομαι υφίσταμαι μερική ξήρανση, μερική σκλήρωση («ἀτροφεῑ τὸ ἰσχίον καὶ παραξηραίνεται». Ιππιατρ.) … Dictionary of Greek